Τέχνη και Ψυχή


Η τέχνη γεννιέται πάντα από μια σιωπή. Από εκείνη την αδιόρατη στιγμή που ο άνθρωπος δεν βρίσκει πια λέξεις για να αντέξει τον κόσμο και αντί για λόγια, απλώνει το χέρι του σ’ ένα χαρτί, σ’ ένα μουσικό όργανο, σ’ ένα κομμάτι πηλό, σ’ ένα σώμα που κινείται πάνω στη σκηνή.

Δεν είναι πολυτέλεια η τέχνη. Είναι ανάγκη.

Σαν το νερό και τον καθαρό αέρα, ξεπλένει από μέσα μας τη σκόνη της καθημερινότητας, τις έγνοιες που βαραίνουν, τα «πρέπει» που στοιβάζονται στο στήθος. Μπροστά σε μια ζωγραφιά, σε ένα ποίημα, σε μια μελωδία, ο χρόνος χαλαρώνει. Η ψυχή βρίσκει έναν ρυθμό πιο ήσυχο, πιο ανθρώπινο. Ό,τι μας πληγώνει, ό,τι δεν τολμάμε να ειπωθεί δυνατά, παίρνει μορφή  και παίρνοντας μορφή, γίνεται λίγο πιο υποφερτό.

Η τέχνη δεν ακυρώνει τον πόνο. Τον αγκαλιάζει.

Μέσα από έναν ρόλο στο θέατρο, ξαναζούμε τα τραύματά μας, αλλά αυτή φορά μέσα στο φως, με θεατές. Με την αίσθηση πως «δεν είμαι μόνος». Σ’ ένα τραγούδι, κάποιος άγνωστος έχει ήδη πονέσει όπως εγώ, έχει ήδη βρει τις νότες για να χωρέσει την απώλειά του. Σ’ ένα μυθιστόρημα, ανακαλύπτω ότι οι αγωνίες μου, οι φόβοι μου, οι μικρές μου χαρές δεν είναι κάτι ιδιόρρυθμο και μοναχικό, αλλά ένα νήμα που μας ενώνει όλους.

Έτσι η τέχνη γαληνεύει την ψυχή.

Όχι γιατί την ναρκώνει, αλλά γιατί της λέει την αλήθεια με τρόπο που αντέχεται. Της επιτρέπει να δει κατάματα το σκοτάδι και την ίδια στιγμή, ανάβει ένα μικρό φως μέσα του. Γι’ αυτό και μετά από μια καλή παράσταση, μια συναυλία, μια έκθεση, βγαίνουμε στον δρόμο λίγο αλλιώς. Ο κόσμος δεν έχει αλλάξει, μα κάτι μέσα μας έχει μετακινηθεί. Ένα βάρος έχει γίνει ανάσα.

Κι ενώ η τέχνη εργάζεται σιωπηλά στο εσωτερικό του καθενός, την ίδια ώρα χτίζει κάτι πολύ μεγαλύτερο. Τον πολιτισμό μας.

Κάθε πίνακας, κάθε τραγούδι, κάθε ποίημα είναι ένα μικρό ίχνος που αφήνει ο άνθρωπος πάνω στον χρόνο, μια απόδειξη ότι δεν περιορίζεται μόνο στο να επιβιώνει, αλλά θέλει να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του. Μέσα από την τέχνη διαλέγουμε τι αξίζει να διασωθεί. Τις ιστορίες, τις αξίες, τα όνειρα, τις αντιστάσεις μας. Έτσι προχωρά η ανθρωπότητα. Όχι μόνο με εφευρέσεις και επιστημονικά άλματα, αλλά και με στίχους, με χρώματα, με χορούς, με θεατρικά βλέμματα που σπάνε τη σιωπή των αιώνων.

Η τέχνη μας μαθαίνει να φανταζόμαστε.

Κι όπου γεννιέται φαντασία, γεννιέται και η δυνατότητα μιας άλλης, πιο δίκαιης, πιο τρυφερής πραγματικότητας. Βλέποντας επί σκηνής την αδικία, την καταπίεση, τη βία, δεν μένουμε πια ήσυχοι θεατές στην πραγματική ζωή. Συναντώντας στην τέχνη τη λεπτότητα, την καλοσύνη, την ευαισθησία, μαθαίνουμε να τις αναζητούμε και στην καθημερινή μας συμπεριφορά. Ο πολιτισμός μας δεν είναι απλώς μια «ποσότητα» έργων, αλλά η ποιότητα του βλέμματός μας μετά από αυτά τα έργα.

Τελικά, η τέχνη είναι το ανθρώπινο βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα και προς τα έξω ταυτόχρονα.

Προς τα μέσα, για να αναγνωρίσει, να καταλάβει, να συγχωρήσει.

Προς τα έξω, για να επικοινωνήσει, να μοιραστεί, να αλλάξει.

Και κάπου ανάμεσα σε αυτό το μέσα και έξω, σε αυτή τη συνεχή κίνηση, γεννιέται κάτι βαθιά απλό. Η αίσθηση πως η ζωή, με όλες τις δυσκολίες της, αξίζει. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που σηκώνουν ένα πινέλο, μια πένα, ένα μουσικό όργανο, ένα σώμα στη σκηνή, η ανθρώπινη ύπαρξη θα συνεχίζει να εξελίσσεται – όχι μόνο τεχνολογικά, αλλά και ψυχικά.

Γιατί η τέχνη είναι ο πιο ήσυχος, αλλά ίσως ο πιο ουσιαστικός τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος προφέρει τη λέξη «είμαι» μέσα στον κόσμο.